- ασίκης
- -ισσα, -ικο1. ο αγαπητικός, ο εραστής2. νέος με ωραία εμφάνιση, ο εύσωμος, ο λεβέντης3. ο γενναίος4. ο κομψός5. ο γενναιόδωρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. așik «εραστής»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασίκης — ο (λ. τουρκ.), θηλ. ισσα ομορφάνθρωπος, λεβέντης, παλικάρι: Τον έλεγαν ασίκη και το άξιζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ασίκης, Θάνος — (Κροκύλιο Φωκίδας 1946 –). Λογοτέχνης και ζωγράφος. Σπούδασε στη σχολή Δοξιάδη και στη σχολή δημοσιογράφων Όμηρος. Σταδιοδρόμησε ως σκηνογράφος, σχεδιαστής, μακετίστας, διακοσμητής και ζωγράφος. Έλαβε μέρος σε αρκετές ομαδικές και ατομικές… … Dictionary of Greek
Grigoris Asikis — (Greek:Γρηγόρης Ασίκης) (Constantinople 1890 Athens 7 October 1966) was a Greek singer and songwriter of urban Greek music, Rembetiko. He wrote lyrics for most of the songs he recorded and played the outi (the Greek oud). Personal life Grigoris… … Wikipedia
ασήκης — ο βλ. ασίκης … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek